Τα μηνύματα της Αγκυρας πριν από την επίσκεψη του Τούρκου Προέδρου και η ατζέντα της Αθήνας.
Γράφει ο Βασίλης Νέδος,
Τα επόμενα βήματα μετά το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας της 7ης Δεκεμβρίου και τη συνάντηση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και του προέδρου της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν απασχολούν τις δύο πλευρές, οι οποίες έως αυτή τη στιγμή εμφανίζονται ικανοποιημένες από τα αποτελέσματα της δεκάμηνης ύφεσης στο Αιγαίο. Σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές, πέρα από τη συνάντηση των κ. Μητσοτάκη και Ερντογάν (με τη συμμετοχή των υπουργών Εξωτερικών Γιώργου Γεραπετρίτη και Χακάν Φιντάν και των διπλωματικών συμβούλων Aννας-Μαρίας Μπούρα και Τσαγατάι Κιλίτς), θα πραγματοποιηθεί ένα ακόμη τετ α τετ, όπου θα συζητηθούν τα επόμενα βήματα.
Το συγκεκριμένο τετ α τετ θα διεξαχθεί ανάμεσα στους υφυπουργούς Εξωτερικών Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου και Μπουράκ Ακσαπάρ, με σκοπό μια πρώτη συζήτηση για τη χαρτογράφηση των κινήσεων που θα γίνουν εντός του 2024. Σε αυτό το πλαίσιο, η τουρκική πλευρά έχει ήδη θέσει το ζήτημα αναζωογόνησης, με κάποια άλλη μορφή ενδεχομένως, των διερευνητικών επαφών. Πρακτικά, οι δύο πλευρές αναζητούν τρόπο με τον οποίο θα ξεκινήσουν ξανά οι επαφές για τον πυρήνα των ελληνοτουρκικών διαφορών στο Αιγαίο, οι οποίες περιστρέφονται γύρω από τα αεροναυτιλιακά ζητήματα (εθνικά χωρικά ύδατα, εθνικός εναέριος χώρος). Υπενθυμίζεται πως οι δύο τελευταίοι γύροι διερευνητικών επαφών διεξήχθησαν τον Οκτώβριο του 2021 στην Αγκυρα (63ος) και τον Φεβρουάριο του 2022 στην Αθήνα (64ος), σε μια περίοδο ακραίας έντασης μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας. Οι διερευνητικές επαφές τότε δεν είχαν εισέλθει στον πυρήνα των ζητημάτων αλλά είχαν μετατραπεί σε ένα φόρουμ ανταλλαγής απόψεων ανάμεσα στις δύο πλευρές. Εμοιαζαν περισσότερο με παράλληλους μονολόγους και λιγότερο με τις διερευνητικές επαφές που είχαν φθάσει πολύ κοντά σε συγκλίσεις το 2002-2003 και μετά το 2010-11.
Συζητήσεις περί ανέμων
Ουσιαστικά, εκείνη η ατμόσφαιρα είχε οδηγήσει Αθήνα και Αγκυρα στην τυπολογία του πολιτικού διαλόγου που διεξήχθη τον περασμένο Οκτώβριο με επικεφαλής των αντιπροσωπειών την κ. Παπαδοπούλου και τον κ. Ακσαπάρ. Ωστόσο, οι συζητήσεις ήταν γενικές (Ουκρανία, Μέση Ανατολή, Καύκασος, Βαλκάνια, διεθνής κατάσταση). Στην Αθήνα, η αίσθηση που υπάρχει είναι ότι η Αγκυρα επιθυμεί να συνεχιστεί η διαδικασία επαφών που άνοιξε δειλά τον περασμένο Φεβρουάριο και επιταχύνθηκε μετά τη συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν στο Βίλνιους τον Ιούλιο, δίχως κατ’ ανάγκη την ουσιαστική κατάληξή τους σε κάποιο αποτέλεσμα. Σε κάθε περίπτωση, τα επόμενα βήματα θα συζητηθούν και θα αποφασιστούν σε βάθος χρόνου, με το δίδυμο των υφυπουργών Εξωτερικών να κρατάει την ευθύνη του ρυθμού με τον οποίο θα πραγματοποιηθεί αυτό, υπό την προϋπόθεση, βεβαίως, της συνέχισης υποστήριξης από τις ηγεσίες. Εν ολίγοις, στη παρούσα φάση, η βούληση του κ. Ερντογάν να κρατήσει τις σχέσεις με την Ελλάδα σε καλό επίπεδο, αποτελεί το βασικό μέγεθος μέτρησης αυξομείωσης της έντασης στο Αιγαίο. Για την καλή προαίρεση του κ. Ερντογάν στην παρούσα φάση έχουν φθάσει μηνύματα από πολλούς εταίρους της Αθήνας ανά την Ευρώπη.
Βεβαίως, ουδείς μπορεί να αποκλείσει κάποιο σχόλιο του κ. Ερντογάν, αν και στην τρέχουσα συγκυρία στο στόχαστρο του προέδρου της Τουρκίας βρίσκεται το Ισραήλ και ο πρωθυπουργός του, Μπέντζαμιν Νετανιάχου. Η παρουσία του κ. Ερντογάν, χωρίς παράλληλη επίσκεψη σε μειονοτικά χωριά στη Θράκη (τις προηγούμενες εβδομάδες, τοπικοί παράγοντες της μειονότητας προεξοφλούσαν επίσκεψη του προέδρου της Τουρκίας), θεωρείται ένα θετικό σήμα, δίχως άλλες συνδηλώσεις.
Το δίδυμο των υφυπουργών Εξωτερικών, Παπαδοπούλου – Ακσαπάρ, κρατάει την ευθύνη του ρυθμού με τον οποίο θα εκτυλιχθούν οι ελληνοτουρκικές επαφές.
Υπό αυτή την έννοια, στην Αθήνα υπάρχει αισιοδοξία πως την Πέμπτη οι δύο αντιπροσωπείες θα καταλήξουν σε κάποιο κοινό ανακοινωθέν, το οποίο με μετρημένο και δίχως εξάρσεις τρόπο θα αντικατοπτρίζει τη βούληση Ελλάδας και Τουρκίας να συνεχίσουν στην πορεία εξομάλυνσης των σχέσεών τους.
Το ίδιο το ΑΣΣ θα είναι ολιγάριθμο και θα αφορά θέματα ουσιαστικά αλλά και της θετικής ατζέντας (εθνικής άμυνας, εξωτερικών, μετανάστευσης, πολιτισμού, τουρισμού, ναυτιλίας). Καλά πληροφορημένες πηγές ανέφεραν ότι η θετική ατζέντα θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με κάποια αυτοσυγκράτηση, μια και το μεγαλύτερο μέρος της δεν θα καταλήξει σε κάποια συμφωνία.
Κάποια από τα περιφερειακά ζητήματα είναι, επίσης, αρχικά ευρωπαϊκά και στη συνέχεια διμερή. Εν ολίγοις, Αθήνα και Αγκυρα είναι αδύνατον να καταλήξουν σε κάποια συμφωνία για το προσφυγικό, καθώς υπερκείμενη θεωρείται η δήλωση Ε.Ε. – Τουρκίας, που αποτελεί «ομπρέλα» για τους «27».
Για τη βίζα
Στο ίδιο πλαίσιο περιλαμβάνεται η συζήτηση περί παροχής ολιγόωρης διάρκειας βίζας από την Ελλάδα προς Τούρκους πολίτες (72 ωρών) προκειμένου να ενισχυθούν οι επισκέψεις στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου για αναψυχή και τουρισμό. Δεδομένου ότι η Ελλάδα είναι μέρος της ζώνης Σένγκεν, η συζήτηση αυτή διεξάγεται περισσότερο ανάμεσα στις τουρκικές αρχές και στην επίτροπο Εσωτερικών Υποθέσεων Ιλβα Γιόχανσον και λιγότερο ανάμεσα στην Αθήνα και στην Αγκυρα.
Σημειώνεται, τέλος, ότι στην Αθήνα παρακολουθούν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και τη συζήτηση, που διεξάγεται σε μεγάλο βαθμό δημόσια, σχετικά με το ενδιαφέρον των Τούρκων να προμηθευτούν αεροσκάφη Eurofighter. Αν και η συμφωνία Βρετανίας – Τουρκίας για αμυντική συνεργασία είναι σημαντική για την περαιτέρω ανάπτυξη της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας, εκτιμάται πως η Αγκυρα δεν ενδιαφέρεται στην πραγματικότητα για τα (πολύ υποδεέστερα) Eurofighter, αλλά προωθεί δημόσια υπερβολικά το θέμα, προκειμένου να ασκήσει πίεση προς τις ΗΠΑ για αποδέσμευση της αγοράς F-16 και αναβάθμισή τους, που αποτελούν και την επιχειρησιακή ραχοκοκαλιά της τουρκικής αεροπορίας.
Τα 22,5 εκατ. και τα οφέλη από το μορατόριουμ
Φάση µακράς αποκλιµάκωσης διανύουν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, ιδιαίτερα αν ληφθούν υπόψη ορισµένα βασικά µεγέθη που είναι ενδεικτικά τόσο για την ένταση στο στρατιωτικό επίπεδο όσο και στο προσφυγικό. Η μείωση της έντασης πάνω από το Αιγαίο έχει οδηγήσει σε κάθετη πτώση τις λειτουργικές δαπάνες της Πολεμικής Αεροπορίας (Π.Α.), η οποία σήκωνε πριν από τις 6 Φεβρουαρίου 2023 το βάρος των καθημερινών αναχαιτίσεων.
Η «Κ» συγκρίνει σήμερα το δεκάμηνο του 2023 μέχρι τις 30 Νοεμβρίου, με σημείο εκκίνησης τον Φεβρουάριο και την περίοδο μετά τους σεισμούς στην Τουρκία, με το αντίστοιχο του 2022 και η μείωση είναι τεράστια. Το δεκάμηνο Φεβρουαρίου – Νοεμβρίου 2022 υπολογίζεται ότι οι αναχαιτίσεις κόστισαν στην Π.Α. περίπου 23 εκατ. ευρώ. Την αντίστοιχη περίοδο του 2023 η αντίστοιχη δαπάνη κατακρημνίστηκε σε κάτω από μισό εκατ. ευρώ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το δεκάμηνο του 2022 παραβίασαν τον Εθνικό Εναέριο Χώρο (ΕΕΧ) 2.296 τουρκικά μαχητικά αεροσκάφη. Ενώ από τον σεισμό του Φεβρουαρίου μέχρι και τις 30 Νοεμβρίου του 2023 τον ΕΕΧ παραβίασαν μόλις 47 αεροπλάνα, τα περισσότερα από τα οποία τις πρώτες ημέρες μετά τις καταστροφές στη Νοτιοανατολική Τουρκία.
Αυτοί οι αριθμοί υποδηλώνουν, βεβαίως, την πολιτική απόφαση της Αγκυρας να «παγώσει» την τακτική των παραβιάσεων, καθώς επίσης και την απόλυτη επιτυχία του μορατόριουμ στο Αιγαίο. Στην εξοικονόμηση καυσίμων από την ουσιαστική διακοπή των αποστολών αναχαίτισης πρέπει να προστεθούν και τα οφέλη από τη συντήρηση, καθώς αποφεύγεται η φθορά των αεροσκαφών (τα F-16 «σηκώνουν» το 90% του επιχειρησιακού βάρους).
Η εξοικονόμηση πόρων είναι εξαιρετικά χρήσιμη σε μια φάση που έχει διαταχθεί το «πάγωμα» όλων των εξοπλιστικών προγραμμάτων και η επανεξέτασή τους, με βάση το κόστος και τη χρησιμότητά τους. Κάθε ευρώ μετράει και αυτό στο υπουργείο Εθνικής Αμυνας και το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους το γνωρίζουν πολύ καλά. Γι’ αυτόν τον λόγο ουσιαστικά το ζήτημα των κορβετών (οι οποίες πλέον έχουν φθάσει στα 2,1 δισ. ευρώ και όχι στο 1,7 δισ.) παραπέμπεται στις ελληνικές καλένδες και γίνονται ξανά ελκυστικές εναλλακτικές λύσεις οι τέσσερις αμερικανικές μεταποιημένες LCS που μπορεί να εξυπηρετήσουν πρακτικές ανάγκες του Πολεμικού Ναυτικού (Π.Ν.) χωρίς την ανάγκη να εκταμιευθούν μεγάλα ποσά.
Οι καταστροφές που προκάλεσαν οι πλημμύρες στη Θεσσαλία οδήγησαν σε αναπροσαρμογές τον προϋπολογισμό του 2024 και είναι δεδομένο ότι σε περίπτωση κλιμακούμενης έντασης με την Τουρκία και το 2023, αποφάσεις για πιο λιτή διαχείριση του δημοσιονομικού χώρου για την άμυνα θα ήταν σχεδόν αδύνατες. Βεβαίως, δεδομένης της εκτεταμένης καταστροφής στη Νοτιοανατολική Τουρκία λόγω των σεισμών του Φεβρουαρίου, δημοσιονομικό χώρο πρέπει να βρουν και οι ιθύνοντες για τον σχεδιασμό της οικονομικής πολιτικής στην Αγκυρα.
Στην εξοικονόμηση καυσίμων από την ουσιαστική διακοπή των αποστολών αναχαίτισης πρέπει να προστεθούν και τα οφέλη από τη συντήρηση.
Σε φάση αποκλιμάκωσης βρίσκονται και οι πιέσεις από τις μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές που το καλοκαίρι είχαν αυξηθεί. Η ανάλυση των στοιχείων που διαθέτει το υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου δείχνει ότι μεταξύ Οκτωβρίου και Νοεμβρίου καταγράφεται μείωση 37% στις ροές προσφύγων και μεταναστών. Εάν αυτή η σύγκριση γίνει μεταξύ Σεπτεμβρίου και Νοεμβρίου, τότε η μείωση είναι ακόμη μεγαλύτερη και αγγίζει το 62%. Σε ποσοστιαίες μονάδες η μεγαλύτερη μείωση έχει καταγραφεί στη Σάμο (άνω του 80%). Στα υπόλοιπα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου (Λέσβο, Χίο και Κω) η μείωση ξεπερνάει το 30%.
Γενική εκτίμηση των ειδικών είναι ότι οι ροές θα συνεχίσουν να μειώνονται στη διάρκεια των επόμενων μηνών. Η μείωση των ροών συνδέεται έως ένα βαθμό και με την επιδείνωση των καιρικών συνθηκών τον χειμώνα.
Στην Αθήνα, βεβαίως, δεν υπάρχουν ψευδαισθήσεις. Η περιστολή του κόστους που προκαλεί η ένταση στο πεδίο είναι άμεση συνάρτηση πολιτικών αποφάσεων του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Η μείωση της έντασης είναι η πλέον ορατή δήλωση της τουρκικής πλευράς για την ανάγκη να επιμηκυνθεί η περίοδος «ήρεμων νερών» στο Αιγαίο.
Αντιθέτως, η περίπτωση του μεταναστευτικού είναι πολύ πιο περίπλοκη καθώς επηρεάζεται από παράγοντες που δεν βρίσκονται υπό τον απόλυτο έλεγχο του τουρκικού κράτους. Οταν η Τουρκική Ακτοφυλακή κάνει σωστά τη δουλειά της είναι δεδομένο ότι οι ροές μειώνονται, αν και τα δουλεμπορικά δίκτυα βρίσκουν τρόπους να δρουν παρά τα μέτρα φύλαξης.
Παράλληλα, το βασικό εργαλείο διαχείρισης του μεταναστευτικού στο Αιγαίο, η κοινή δήλωση Ε.Ε. – Τουρκίας του 2016, πρέπει να τύχει αναβάθμισης με τρόπο που δεν θα είναι ένα απλό εργαλείο χρηματοδότησης της Αγκυρας για να κρατάει πρόσφυγες (που οι Τούρκοι δεν θέλουν) στο έδαφός της, αλλά κάτι πιο εκλεπτυσμένο με βάση πιο μακροπρόθεσμες πολιτικές.
Η συγκεκριμένη διάσταση περνάει περισσότερο από το Βερολίνο και την Αγκυρα και λιγότερο από την Αθήνα, ασχέτως αν οι υπουργοί Μετανάστευσης Ελλάδας και Τουρκίας θα ανανεώσουν σε λίγες ημέρες μια συμφωνία για την καλύτερη συνεργασία μεταξύ των ιθυνόντων στα ελληνικά νησιά και τα τουρκικά παράλια.